φαγωμός

φαγωμός
ο см. φαγωμάρα 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαγωμός" в других словарях:

  • φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια …   Dictionary of Greek

  • φαγωμός — ο μάλωμα, διένεξη, γκρίνια, φαγωμάρα: Τα δυο αδέρφια έχουν φαγωμούς για τα κληρονομικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • φαγωμάρα — η, Ν 1. φάγωμα, γκρίνια 2. φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγωμός + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»